- μαλακόπτιλα
- ταζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής οικογένειας bucconidae, τής Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. malacoptila < νεολατ. malacoptila < malaco- (< μαλακός) + -ptila (< πτίλον)].
Dictionary of Greek. 2013.